- ενδομυχώ
- ἐνδομυχῶ, -έω (AM)υπάρχω κρυφά χωρίς να φαίνομαι («φλόξ ἐνδομυχοῡσα»)μσν.διατηρώ κάτι κρυμμένο («λύσσαν ἀγρίαν ἐνδομυχοῡντες», Ευστ.)αρχ.μένω στο βάθος τού σπιτιού, κρυμμένος μέσα στο σπίτι («ὁ Κλέων, ὅν φησι ἐνδομυχοῡντα, τὰ τῆς πόλεως κατεσθίειν»).
Dictionary of Greek. 2013.